Λεξικό μαγειρέμματος
Τα ρήματα που χρησιμοποιούνται στις συνταγές μαγειρικής κρύβουν διαφορετικές τεχνικές χρήσης των μαγειρικών λαδιών που δεν είναι γνωστές στους αρχάριους μάγειρες. Κάποιοι όροι όμως είναι απαραίτητο να ξεκαθαριστούν για την επιτυχία κάθε συνταγής αλλά και την χρήση των πιο υγιεινών τρόπων μαγειρέματος.
Για το σκοπό αυτό, παραθέτουμε τους μαγειρικούς όρους που συναντούμε με τη μεγαλύτερη συχνότητα στις μαγειρικές συνταγές:
Τσιγαρίζω: Χρωματίζω το τρόφιμο σε μαγειρικό λάδι για λίγα λεπτά σύμφωνα με τα εξής βήματας: Βάζω το τηγάνι σε μέτρια φωτιά και μετά από λίγο προσθέτω το λάδι. Όταν αυτό σχηματίσει μικρούς κυματισμούς, προσθέτω το τρόφιμο π.χ. το κρέας.
Μαραίνω: Τσιγαρίζω ελαφρά και σταματώ πριν το φαγητό ροδίσει.
Σοτάρω: Το σωτάρισμα είναι πολύ συχνή διαδικασία, σύμφωνα με την οποία τηγανίζω ελαφρά μέσα σε τηγάνι με λίγο μαγειρικό λάδι, μέχρι τα τρόφιμα να πάρουν ομοιόμορφο χρώμα, δηλαδή να «ροδίσουν». Το φαγητό που έχει σωταριστεί λέγεται “σωτέ.”
Η βασική διαφορά μεταξύ του σωταρίσματος και του τσιγαρίσματος είναι πως στο σωτάρισμα τινάζουμε το τηγάνι ελαφρώς προς τα μπρος και προς τα πίσω, ώστε να αναπηδήσει το τρόφιμο μας, να ανακατευτεί και να ροδίσει από όλες τις πλευρές.
Καβουρδίζω: Τηγανίζω σε σιγανή φωτιά ένα τρόφιμο για να ροδίσει, χρησιμοποιώντας μαγειρικό λάδι. Δεν έχει ουσιαστική διαφορά από το σωτάρισμα. Αυτό το ρήμα χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στην περίπτωση ψησίματος ξηρών καρπών.
Μαρινάρω: Ετοιμάζω μείγμα διάφορα υγρά (λάδι, κρασί, λάδι σόγιας, ξίδι, λεμόνι κτλ) και μπαχαρικά και σε αυτό βυθίζω το τρόφιμο (κρέας ή ψάρι) για αρκετό χρονικό διάστημα με σκοπό να μαλακώσει ή να πάρει ωραία γεύση. Το μείγμα αυτό αποκαλείται μαρινάδα.